- συμμετέχω
- 1) associer2) participer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συμμετέχω — partake of with pres subj act 1st sg συμμετέχω partake of with pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετέχω — συμμετέχω, (συμμετείχα), (να συμμετάσχω) βλ. πίν. 190 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμμετέχω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. συμμετίσχω Α μετέχω σε κάτι μαζί με άλλον ή με άλλους νεοελλ. συμμερίζομαι («συμμετέχω στον πόνο σου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετέχω «συμμετέχω, παίρνω μερίδιο»] … Dictionary of Greek
συμμετέχω — 1. παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με άλλον: Συμμετέχει σε όλους τους αγώνες. – Συμμετέχουν πολλά κράτη στη διεθνή έκθεση Α. 2. συμμερίζομαι: Συμμετέχει στο πένθος μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμεθέξοντα — συμμετέχω partake of with fut part act neut nom/voc/acc pl συμμετέχω partake of with fut part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμεθέξουσι — συμμετέχω partake of with fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συμμετέχω partake of with fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμεθέξουσιν — συμμετέχω partake of with fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συμμετέχω partake of with fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετασχόντα — συμμετέχω partake of with aor part act neut nom/voc/acc pl συμμετέχω partake of with aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετεχόντων — συμμετέχω partake of with pres part act masc/neut gen pl συμμετέχω partake of with pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετεῖχον — συμμετέχω partake of with imperf ind act 3rd pl συμμετέχω partake of with imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετάσχῃ — συμμετέχω partake of with aor subj mp 2nd sg συμμετέχω partake of with aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)